Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολλητήρ
κολλητήριον
κολλητής
κολλητικός
κολλητίωνες
κολλητός
κόλλητρα
κολλίκιος
κολλικοφάγος
κόλλιξ
κολλομελέω
κολλοπεύω
κολλοπίζω
κολλοπόω
κολλοπώλης
κολλόροβον
κολλούρα
κολλουρίς
κόλλουρος
κόλλοψ
κολλυβιστήριον
View word page
κολλομελέω
patch verses together

ShortDef

patch verses together

Debugging

Headword:
κολλομελέω
Headword (normalized):
κολλομελέω
Headword (normalized/stripped):
κολλομελεω
IDX:
49484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49485
Key:

Data

{'content': 'patch verses together'}