Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κολλητέον
κολλητήρ
κολλητήριον
κολλητής
κολλητικός
κολλητίωνες
κολλητός
κόλλητρα
κολλίκιος
κολλικοφάγος
κόλλιξ
κολλομελέω
κολλοπεύω
κολλοπίζω
κολλοπόω
κολλοπώλης
κολλόροβον
κολλούρα
κολλουρίς
κόλλουρος
κόλλοψ
View word page
κόλλιξ
a roll
ShortDef
a roll
Debugging
Headword:
κόλλιξ
Headword (normalized):
κόλλιξ
Headword (normalized/stripped):
κολλιξ
IDX:
49483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49484
Key:
Data
{'content': 'a roll'}