Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολλήσιμος
κόλλησις
κολλητέον
κολλητήρ
κολλητήριον
κολλητής
κολλητικός
κολλητίωνες
κολλητός
κόλλητρα
κολλίκιος
κολλικοφάγος
κόλλιξ
κολλομελέω
κολλοπεύω
κολλοπίζω
κολλοπόω
κολλοπώλης
κολλόροβον
κολλούρα
κολλουρίς
View word page
κολλίκιος
shaped

ShortDef

shaped

Debugging

Headword:
κολλίκιος
Headword (normalized):
κολλίκιος
Headword (normalized/stripped):
κολλικιος
IDX:
49481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49482
Key:

Data

{'content': 'shaped'}