Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κολλάω
κολλεψός
κολλήγας
κολλήγιον
κολλήεις
κόλλημα
κολλήσιμος
κόλλησις
κολλητέον
κολλητήρ
κολλητήριον
κολλητής
κολλητικός
κολλητίωνες
κολλητός
κόλλητρα
κολλίκιος
κολλικοφάγος
κόλλιξ
κολλομελέω
κολλοπεύω
View word page
κολλητήριον
glue
ShortDef
glue
Debugging
Headword:
κολλητήριον
Headword (normalized):
κολλητήριον
Headword (normalized/stripped):
κολλητηριον
IDX:
49475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49476
Key:
Data
{'content': 'glue'}