Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κολλατία
κολλάω
κολλεψός
κολλήγας
κολλήγιον
κολλήεις
κόλλημα
κολλήσιμος
κόλλησις
κολλητέον
κολλητήρ
κολλητήριον
κολλητής
κολλητικός
κολλητίωνες
κολλητός
κόλλητρα
κολλίκιος
κολλικοφάγος
κόλλιξ
κολλομελέω
View word page
κολλητήρ
soldering-iron
ShortDef
soldering-iron
Debugging
Headword:
κολλητήρ
Headword (normalized):
κολλητήρ
Headword (normalized/stripped):
κολλητηρ
IDX:
49474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49475
Key:
Data
{'content': 'soldering-iron'}