Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόλλα
κόλλαβος
κολλάριον
Κολλατία
κολλάω
κολλεψός
κολλήγας
κολλήγιον
κολλήεις
κόλλημα
κολλήσιμος
κόλλησις
κολλητέον
κολλητήρ
κολλητήριον
κολλητής
κολλητικός
κολλητίωνες
κολλητός
κόλλητρα
κολλίκιος
View word page
κολλήσιμος
glued together
ShortDef
glued together
Debugging
Headword:
κολλήσιμος
Headword (normalized):
κολλήσιμος
Headword (normalized/stripped):
κολλησιμος
IDX:
49471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49472
Key:
Data
{'content': 'glued together'}