Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολιός
κόλλα
κόλλαβος
κολλάριον
Κολλατία
κολλάω
κολλεψός
κολλήγας
κολλήγιον
κολλήεις
κόλλημα
κολλήσιμος
κόλλησις
κολλητέον
κολλητήρ
κολλητήριον
κολλητής
κολλητικός
κολλητίωνες
κολλητός
κόλλητρα
View word page
κόλλημα
that which is glued

ShortDef

that which is glued

Debugging

Headword:
κόλλημα
Headword (normalized):
κόλλημα
Headword (normalized/stripped):
κολλημα
IDX:
49470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49471
Key:

Data

{'content': 'that which is glued'}