Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμφηρικός
ἀμφήριστος
ἀμφί
ἀμφιάζω
ἀμφιαλής
Ἀμφίαλος
ἀμφίαλος
ἀμφιάνακτες
Ἀμφιάραος
ἀμφίασις
ἀμφίασμα
ἀμφιαχυῖα
ἀμφιάχω
ἀμφιβαίνω
ἀμφιβάλλω
ἀμφίβασις
ἀμφίβιος
ἀμφίβλημα
ἀμφιβληστρευτική
ἀμφιβληστρεύω
ἀμφιβληστρικός
View word page
ἀμφίασμα
a garment
ShortDef
a garment
Debugging
Headword:
ἀμφίασμα
Headword (normalized):
ἀμφίασμα
Headword (normalized/stripped):
αμφιασμα
IDX:
4946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4947
Key:
Data
{'content': 'a garment'}