Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολεός
κολεοφόροι
κόλερος
κολετράω
κολίας
κολιός
κόλλα
κόλλαβος
κολλάριον
Κολλατία
κολλάω
κολλεψός
κολλήγας
κολλήγιον
κολλήεις
κόλλημα
κολλήσιμος
κόλλησις
κολλητέον
κολλητήρ
κολλητήριον
View word page
κολλάω
to glue, cement

ShortDef

to glue, cement

Debugging

Headword:
κολλάω
Headword (normalized):
κολλάω
Headword (normalized/stripped):
κολλαω
IDX:
49465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49466
Key:

Data

{'content': 'to glue, cement'}