Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολαφίζω
κόλαφος
κόλαψ
κολέα
κολεκάνος
κολεόν
κολεόπτερος
κολεός
κολεοφόροι
κόλερος
κολετράω
κολίας
κολιός
κόλλα
κόλλαβος
κολλάριον
Κολλατία
κολλάω
κολλεψός
κολλήγας
κολλήγιον
View word page
κολετράω
to trample on

ShortDef

to trample on

Debugging

Headword:
κολετράω
Headword (normalized):
κολετράω
Headword (normalized/stripped):
κολετραω
IDX:
49458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49459
Key:

Data

{'content': 'to trample on'}