Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολαστέος
κολαστήριον
κολαστήριος
κολαστής
κολαστικός
κολαφασμός
κολαφίζω
κόλαφος
κόλαψ
κολέα
κολεκάνος
κολεόν
κολεόπτερος
κολεός
κολεοφόροι
κόλερος
κολετράω
κολίας
κολιός
κόλλα
κόλλαβος
View word page
κολεκάνος
lank, lean person

ShortDef

lank, lean person

Debugging

Headword:
κολεκάνος
Headword (normalized):
κολεκάνος
Headword (normalized/stripped):
κολεκανος
IDX:
49452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49453
Key:

Data

{'content': 'lank, lean person'}