Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόλασις
κόλασμα
κολαστέος
κολαστήριον
κολαστήριος
κολαστής
κολαστικός
κολαφασμός
κολαφίζω
κόλαφος
κόλαψ
κολέα
κολεκάνος
κολεόν
κολεόπτερος
κολεός
κολεοφόροι
κόλερος
κολετράω
κολίας
κολιός
View word page
κόλαψ
stirps

ShortDef

stirps

Debugging

Headword:
κόλαψ
Headword (normalized):
κόλαψ
Headword (normalized/stripped):
κολαψ
IDX:
49450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49451
Key:

Data

{'content': 'stirps'}