Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόλαξ
κολαπτήρ
κολαπτός
κολάπτω
κόλασις
κόλασμα
κολαστέος
κολαστήριον
κολαστήριος
κολαστής
κολαστικός
κολαφασμός
κολαφίζω
κόλαφος
κόλαψ
κολέα
κολεκάνος
κολεόν
κολεόπτερος
κολεός
κολεοφόροι
View word page
κολαστικός
corrective
ShortDef
corrective
Debugging
Headword:
κολαστικός
Headword (normalized):
κολαστικός
Headword (normalized/stripped):
κολαστικος
IDX:
49446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49447
Key:
Data
{'content': 'corrective'}