Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κολακώνυμος
κόλαξ
κολαπτήρ
κολαπτός
κολάπτω
κόλασις
κόλασμα
κολαστέος
κολαστήριον
κολαστήριος
κολαστής
κολαστικός
κολαφασμός
κολαφίζω
κόλαφος
κόλαψ
κολέα
κολεκάνος
κολεόν
κολεόπτερος
κολεός
View word page
κολαστής
a chastiser, punisher

ShortDef

a chastiser, punisher

Debugging

Headword:
κολαστής
Headword (normalized):
κολαστής
Headword (normalized/stripped):
κολαστης
IDX:
49445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49446
Key:

Data

{'content': 'a chastiser, punisher'}