Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολακικός
Κολακοφωροκλείδης
Κολακώνυμος
κόλαξ
κολαπτήρ
κολαπτός
κολάπτω
κόλασις
κόλασμα
κολαστέος
κολαστήριον
κολαστήριος
κολαστής
κολαστικός
κολαφασμός
κολαφίζω
κόλαφος
κόλαψ
κολέα
κολεκάνος
κολεόν
View word page
κολαστήριον
a house of correction; punishment

ShortDef

a house of correction; punishment

Debugging

Headword:
κολαστήριον
Headword (normalized):
κολαστήριον
Headword (normalized/stripped):
κολαστηριον
IDX:
49443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49444
Key:

Data

{'content': 'a house of correction; punishment'}