Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολακεύω
κολακικός
Κολακοφωροκλείδης
Κολακώνυμος
κόλαξ
κολαπτήρ
κολαπτός
κολάπτω
κόλασις
κόλασμα
κολαστέος
κολαστήριον
κολαστήριος
κολαστής
κολαστικός
κολαφασμός
κολαφίζω
κόλαφος
κόλαψ
κολέα
κολεκάνος
View word page
κολαστέος
to be chastised

ShortDef

to be chastised

Debugging

Headword:
κολαστέος
Headword (normalized):
κολαστέος
Headword (normalized/stripped):
κολαστεος
IDX:
49442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49443
Key:

Data

{'content': 'to be chastised'}