Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κολακευτέος
κολακευτικός
κολακεύω
κολακικός
Κολακοφωροκλείδης
Κολακώνυμος
κόλαξ
κολαπτήρ
κολαπτός
κολάπτω
κόλασις
κόλασμα
κολαστέος
κολαστήριον
κολαστήριος
κολαστής
κολαστικός
κολαφασμός
κολαφίζω
κόλαφος
κόλαψ
View word page
κόλασις
chastisement, correction, punishment
ShortDef
chastisement, correction, punishment
Debugging
Headword:
κόλασις
Headword (normalized):
κόλασις
Headword (normalized/stripped):
κολασις
IDX:
49440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49441
Key:
Data
{'content': 'chastisement, correction, punishment'}