Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολάκευμα
κολακευτέος
κολακευτικός
κολακεύω
κολακικός
Κολακοφωροκλείδης
Κολακώνυμος
κόλαξ
κολαπτήρ
κολαπτός
κολάπτω
κόλασις
κόλασμα
κολαστέος
κολαστήριον
κολαστήριος
κολαστής
κολαστικός
κολαφασμός
κολαφίζω
κόλαφος
View word page
κολάπτω
to peck at

ShortDef

to peck at

Debugging

Headword:
κολάπτω
Headword (normalized):
κολάπτω
Headword (normalized/stripped):
κολαπτω
IDX:
49439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49440
Key:

Data

{'content': 'to peck at'}