Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοκύαι
κόκχος
κολαβρίζω
κολαβρισμός
κόλαβρος
κολάζω
κολακεία
κολάκευμα
κολακευτέος
κολακευτικός
κολακεύω
κολακικός
Κολακοφωροκλείδης
Κολακώνυμος
κόλαξ
κολαπτήρ
κολαπτός
κολάπτω
κόλασις
κόλασμα
κολαστέος
View word page
κολακεύω
to flatter

ShortDef

to flatter

Debugging

Headword:
κολακεύω
Headword (normalized):
κολακεύω
Headword (normalized/stripped):
κολακευω
IDX:
49432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49433
Key:

Data

{'content': 'to flatter'}