Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόκκων
κοκκωτόν
κοκύαι
κόκχος
κολαβρίζω
κολαβρισμός
κόλαβρος
κολάζω
κολακεία
κολάκευμα
κολακευτέος
κολακευτικός
κολακεύω
κολακικός
Κολακοφωροκλείδης
Κολακώνυμος
κόλαξ
κολαπτήρ
κολαπτός
κολάπτω
κόλασις
View word page
κολακευτέος
to be flattered

ShortDef

to be flattered

Debugging

Headword:
κολακευτέος
Headword (normalized):
κολακευτέος
Headword (normalized/stripped):
κολακευτεος
IDX:
49430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49431
Key:

Data

{'content': 'to be flattered'}