Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόκκυξ
κοκκυσμός
κοκκυστής
κόκκων
κοκκωτόν
κοκύαι
κόκχος
κολαβρίζω
κολαβρισμός
κόλαβρος
κολάζω
κολακεία
κολάκευμα
κολακευτέος
κολακευτικός
κολακεύω
κολακικός
Κολακοφωροκλείδης
Κολακώνυμος
κόλαξ
κολαπτήρ
View word page
κολάζω
to curtail, dock, prune

ShortDef

to curtail, dock, prune

Debugging

Headword:
κολάζω
Headword (normalized):
κολάζω
Headword (normalized/stripped):
κολαζω
IDX:
49427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49428
Key:

Data

{'content': 'to curtail, dock, prune'}