Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοκκύζω
κοκκυμηλέα
κοκκύμηλον
κοκκυμηλών
κόκκυξ
κοκκυσμός
κοκκυστής
κόκκων
κοκκωτόν
κοκύαι
κόκχος
κολαβρίζω
κολαβρισμός
κόλαβρος
κολάζω
κολακεία
κολάκευμα
κολακευτέος
κολακευτικός
κολακεύω
κολακικός
View word page
κόκχος
coculum

ShortDef

coculum

Debugging

Headword:
κόκχος
Headword (normalized):
κόκχος
Headword (normalized/stripped):
κοκχος
IDX:
49423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49424
Key:

Data

{'content': 'coculum'}