Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοκκυγέα
κοκκύγινος
κοκκύζω
κοκκυμηλέα
κοκκύμηλον
κοκκυμηλών
κόκκυξ
κοκκυσμός
κοκκυστής
κόκκων
κοκκωτόν
κοκύαι
κόκχος
κολαβρίζω
κολαβρισμός
κόλαβρος
κολάζω
κολακεία
κολάκευμα
κολακευτέος
κολακευτικός
View word page
κοκκωτόν
bacatum, granitum

ShortDef

bacatum, granitum

Debugging

Headword:
κοκκωτόν
Headword (normalized):
κοκκωτόν
Headword (normalized/stripped):
κοκκωτον
IDX:
49421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49422
Key:

Data

{'content': 'bacatum, granitum'}