Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόκκυ
κοκκυβόας
κοκκυγέα
κοκκύγινος
κοκκύζω
κοκκυμηλέα
κοκκύμηλον
κοκκυμηλών
κόκκυξ
κοκκυσμός
κοκκυστής
κόκκων
κοκκωτόν
κοκύαι
κόκχος
κολαβρίζω
κολαβρισμός
κόλαβρος
κολάζω
κολακεία
κολάκευμα
View word page
κοκκυστής
crower, screamer
ShortDef
crower, screamer
Debugging
Headword:
κοκκυστής
Headword (normalized):
κοκκυστής
Headword (normalized/stripped):
κοκκυστης
IDX:
49419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49420
Key:
Data
{'content': 'crower, screamer'}