Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόκκος
κόκκυ
κοκκυβόας
κοκκυγέα
κοκκύγινος
κοκκύζω
κοκκυμηλέα
κοκκύμηλον
κοκκυμηλών
κόκκυξ
κοκκυσμός
κοκκυστής
κόκκων
κοκκωτόν
κοκύαι
κόκχος
κολαβρίζω
κολαβρισμός
κόλαβρος
κολάζω
κολακεία
View word page
κοκκυσμός
crying cuckoo

ShortDef

crying cuckoo

Debugging

Headword:
κοκκυσμός
Headword (normalized):
κοκκυσμός
Headword (normalized/stripped):
κοκκυσμος
IDX:
49418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49419
Key:

Data

{'content': 'crying cuckoo'}