Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοκκολογέω
κοκκόριζον
κόκκος
κόκκυ
κοκκυβόας
κοκκυγέα
κοκκύγινος
κοκκύζω
κοκκυμηλέα
κοκκύμηλον
κοκκυμηλών
κόκκυξ
κοκκυσμός
κοκκυστής
κόκκων
κοκκωτόν
κοκύαι
κόκχος
κολαβρίζω
κολαβρισμός
κόλαβρος
View word page
κοκκυμηλών
plum-orchard

ShortDef

plum-orchard

Debugging

Headword:
κοκκυμηλών
Headword (normalized):
κοκκυμηλών
Headword (normalized/stripped):
κοκκυμηλων
IDX:
49416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49417
Key:

Data

{'content': 'plum-orchard'}