Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοκκολέκτης
κοκκολογέω
κοκκόριζον
κόκκος
κόκκυ
κοκκυβόας
κοκκυγέα
κοκκύγινος
κοκκύζω
κοκκυμηλέα
κοκκύμηλον
κοκκυμηλών
κόκκυξ
κοκκυσμός
κοκκυστής
κόκκων
κοκκωτόν
κοκύαι
κόκχος
κολαβρίζω
κολαβρισμός
View word page
κοκκύμηλον
plum

ShortDef

plum

Debugging

Headword:
κοκκύμηλον
Headword (normalized):
κοκκύμηλον
Headword (normalized/stripped):
κοκκυμηλον
IDX:
49415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49416
Key:

Data

{'content': 'plum'}