Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοκκοθραύστης
κοκκολέκτης
κοκκολογέω
κοκκόριζον
κόκκος
κόκκυ
κοκκυβόας
κοκκυγέα
κοκκύγινος
κοκκύζω
κοκκυμηλέα
κοκκύμηλον
κοκκυμηλών
κόκκυξ
κοκκυσμός
κοκκυστής
κόκκων
κοκκωτόν
κοκύαι
κόκχος
κολαβρίζω
View word page
κοκκυμηλέα
plum-tree, Prunus domestica

ShortDef

plum-tree, Prunus domestica

Debugging

Headword:
κοκκυμηλέα
Headword (normalized):
κοκκυμηλέα
Headword (normalized/stripped):
κοκκυμηλεα
IDX:
49414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49415
Key:

Data

{'content': 'plum-tree, Prunus domestica'}