Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοκκόδαφνον
κοκκοθραύστης
κοκκολέκτης
κοκκολογέω
κοκκόριζον
κόκκος
κόκκυ
κοκκυβόας
κοκκυγέα
κοκκύγινος
κοκκύζω
κοκκυμηλέα
κοκκύμηλον
κοκκυμηλών
κόκκυξ
κοκκυσμός
κοκκυστής
κόκκων
κοκκωτόν
κοκύαι
κόκχος
View word page
κοκκύζω
to cry cuckoo

ShortDef

to cry cuckoo

Debugging

Headword:
κοκκύζω
Headword (normalized):
κοκκύζω
Headword (normalized/stripped):
κοκκυζω
IDX:
49413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49414
Key:

Data

{'content': 'to cry cuckoo'}