Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοκκοβαφία
κοκκόδαφνον
κοκκοθραύστης
κοκκολέκτης
κοκκολογέω
κοκκόριζον
κόκκος
κόκκυ
κοκκυβόας
κοκκυγέα
κοκκύγινος
κοκκύζω
κοκκυμηλέα
κοκκύμηλον
κοκκυμηλών
κόκκυξ
κοκκυσμός
κοκκυστής
κόκκων
κοκκωτόν
κοκύαι
View word page
κοκκύγινος
purple-red

ShortDef

purple-red

Debugging

Headword:
κοκκύγινος
Headword (normalized):
κοκκύγινος
Headword (normalized/stripped):
κοκκυγινος
IDX:
49412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49413
Key:

Data

{'content': 'purple-red'}