Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοκκίς
κοκκοβαφής
κοκκοβαφία
κοκκόδαφνον
κοκκοθραύστης
κοκκολέκτης
κοκκολογέω
κοκκόριζον
κόκκος
κόκκυ
κοκκυβόας
κοκκυγέα
κοκκύγινος
κοκκύζω
κοκκυμηλέα
κοκκύμηλον
κοκκυμηλών
κόκκυξ
κοκκυσμός
κοκκυστής
κόκκων
View word page
κοκκυβόας
cock, 'chanticleer

ShortDef

cock, 'chanticleer

Debugging

Headword:
κοκκυβόας
Headword (normalized):
κοκκυβόας
Headword (normalized/stripped):
κοκκυβοας
IDX:
49410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49411
Key:

Data

{'content': "cock, 'chanticleer"}