Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοκκίον
κοκκίς
κοκκοβαφής
κοκκοβαφία
κοκκόδαφνον
κοκκοθραύστης
κοκκολέκτης
κοκκολογέω
κοκκόριζον
κόκκος
κόκκυ
κοκκυβόας
κοκκυγέα
κοκκύγινος
κοκκύζω
κοκκυμηλέα
κοκκύμηλον
κοκκυμηλών
κόκκυξ
κοκκυσμός
κοκκυστής
View word page
κόκκυ
cuckoo!
ShortDef
cuckoo!
Debugging
Headword:
κόκκυ
Headword (normalized):
κόκκυ
Headword (normalized/stripped):
κοκκυ
IDX:
49409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49410
Key:
Data
{'content': 'cuckoo!'}