Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοκκινοειδής
κόκκινος
κοκκίον
κοκκίς
κοκκοβαφής
κοκκοβαφία
κοκκόδαφνον
κοκκοθραύστης
κοκκολέκτης
κοκκολογέω
κοκκόριζον
κόκκος
κόκκυ
κοκκυβόας
κοκκυγέα
κοκκύγινος
κοκκύζω
κοκκυμηλέα
κοκκύμηλον
κοκκυμηλών
κόκκυξ
View word page
κοκκόριζον
drug

ShortDef

drug

Debugging

Headword:
κοκκόριζον
Headword (normalized):
κοκκόριζον
Headword (normalized/stripped):
κοκκοριζον
IDX:
49407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49408
Key:

Data

{'content': 'drug'}