Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιτωνοφύλαξ
κόκκαλος
κοκκάριον
κοκκηρός
κοκκίζω
κοκκινίζω
κοκκινοειδής
κόκκινος
κοκκίον
κοκκίς
κοκκοβαφής
κοκκοβαφία
κοκκόδαφνον
κοκκοθραύστης
κοκκολέκτης
κοκκολογέω
κοκκόριζον
κόκκος
κόκκυ
κοκκυβόας
κοκκυγέα
View word page
κοκκοβαφής
scarlet-dyed, scarlet

ShortDef

scarlet-dyed, scarlet

Debugging

Headword:
κοκκοβαφής
Headword (normalized):
κοκκοβαφής
Headword (normalized/stripped):
κοκκοβαφης
IDX:
49401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49402
Key:

Data

{'content': 'scarlet-dyed, scarlet'}