Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοιτωνικός
κοιτωνίτης
κοιτωνοφύλαξ
κόκκαλος
κοκκάριον
κοκκηρός
κοκκίζω
κοκκινίζω
κοκκινοειδής
κόκκινος
κοκκίον
κοκκίς
κοκκοβαφής
κοκκοβαφία
κοκκόδαφνον
κοκκοθραύστης
κοκκολέκτης
κοκκολογέω
κοκκόριζον
κόκκος
κόκκυ
View word page
κοκκίον
pill
ShortDef
pill
Debugging
Headword:
κοκκίον
Headword (normalized):
κοκκίον
Headword (normalized/stripped):
κοκκιον
IDX:
49399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49400
Key:
Data
{'content': 'pill'}