Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοῖτος
κοιτών
κοιτωνιάρχης
κοιτωνικός
κοιτωνίτης
κοιτωνοφύλαξ
κόκκαλος
κοκκάριον
κοκκηρός
κοκκίζω
κοκκινίζω
κοκκινοειδής
κόκκινος
κοκκίον
κοκκίς
κοκκοβαφής
κοκκοβαφία
κοκκόδαφνον
κοκκοθραύστης
κοκκολέκτης
κοκκολογέω
View word page
κοκκινίζω
to be scarlet

ShortDef

to be scarlet

Debugging

Headword:
κοκκινίζω
Headword (normalized):
κοκκινίζω
Headword (normalized/stripped):
κοκκινιζω
IDX:
49396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49397
Key:

Data

{'content': 'to be scarlet'}