Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιτίς
κοῖτος
κοιτών
κοιτωνιάρχης
κοιτωνικός
κοιτωνίτης
κοιτωνοφύλαξ
κόκκαλος
κοκκάριον
κοκκηρός
κοκκίζω
κοκκινίζω
κοκκινοειδής
κόκκινος
κοκκίον
κοκκίς
κοκκοβαφής
κοκκοβαφία
κοκκόδαφνον
κοκκοθραύστης
κοκκολέκτης
View word page
κοκκίζω
pick the kernel out offruit

ShortDef

pick the kernel out offruit

Debugging

Headword:
κοκκίζω
Headword (normalized):
κοκκίζω
Headword (normalized/stripped):
κοκκιζω
IDX:
49395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49396
Key:

Data

{'content': 'pick the kernel out offruit'}