Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιτατήριον
κοίτη
κοιτίς
κοῖτος
κοιτών
κοιτωνιάρχης
κοιτωνικός
κοιτωνίτης
κοιτωνοφύλαξ
κόκκαλος
κοκκάριον
κοκκηρός
κοκκίζω
κοκκινίζω
κοκκινοειδής
κόκκινος
κοκκίον
κοκκίς
κοκκοβαφής
κοκκοβαφία
κοκκόδαφνον
View word page
κοκκάριον
pill

ShortDef

pill

Debugging

Headword:
κοκκάριον
Headword (normalized):
κοκκάριον
Headword (normalized/stripped):
κοκκαριον
IDX:
49393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49394
Key:

Data

{'content': 'pill'}