Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιτάζω
κοιταῖος
κοιτάριος
κοιτασία
κοιτασμός
κοιταστέον
κοιτατήριον
κοίτη
κοιτίς
κοῖτος
κοιτών
κοιτωνιάρχης
κοιτωνικός
κοιτωνίτης
κοιτωνοφύλαξ
κόκκαλος
κοκκάριον
κοκκηρός
κοκκίζω
κοκκινίζω
κοκκινοειδής
View word page
κοιτών
a bed-chamber

ShortDef

a bed-chamber

Debugging

Headword:
κοιτών
Headword (normalized):
κοιτών
Headword (normalized/stripped):
κοιτων
IDX:
49387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49388
Key:

Data

{'content': 'a bed-chamber'}