Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιτάζομαι
κοιτάζω
κοιταῖος
κοιτάριος
κοιτασία
κοιτασμός
κοιταστέον
κοιτατήριον
κοίτη
κοιτίς
κοῖτος
κοιτών
κοιτωνιάρχης
κοιτωνικός
κοιτωνίτης
κοιτωνοφύλαξ
κόκκαλος
κοκκάριον
κοκκηρός
κοκκίζω
κοκκινίζω
View word page
κοῖτος
a place to lie on, bed

ShortDef

a place to lie on, bed

Debugging

Headword:
κοῖτος
Headword (normalized):
κοῖτος
Headword (normalized/stripped):
κοιτος
IDX:
49386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49387
Key:

Data

{'content': 'a place to lie on, bed'}