Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κοίρανος
Κοιρατάδας
κοίτα
κοιτάζομαι
κοιτάζω
κοιταῖος
κοιτάριος
κοιτασία
κοιτασμός
κοιταστέον
κοιτατήριον
κοίτη
κοιτίς
κοῖτος
κοιτών
κοιτωνιάρχης
κοιτωνικός
κοιτωνίτης
κοιτωνοφύλαξ
κόκκαλος
κοκκάριον
View word page
κοιτατήριον
dormitory, bed-chamber

ShortDef

dormitory, bed-chamber

Debugging

Headword:
κοιτατήριον
Headword (normalized):
κοιτατήριον
Headword (normalized/stripped):
κοιτατηριον
IDX:
49383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49384
Key:

Data

{'content': 'dormitory, bed-chamber'}