Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοίρανος
Κοίρανος
Κοιρατάδας
κοίτα
κοιτάζομαι
κοιτάζω
κοιταῖος
κοιτάριος
κοιτασία
κοιτασμός
κοιταστέον
κοιτατήριον
κοίτη
κοιτίς
κοῖτος
κοιτών
κοιτωνιάρχης
κοιτωνικός
κοιτωνίτης
κοιτωνοφύλαξ
κόκκαλος
View word page
κοιταστέον
one must put to bed

ShortDef

one must put to bed

Debugging

Headword:
κοιταστέον
Headword (normalized):
κοιταστέον
Headword (normalized/stripped):
κοιταστεον
IDX:
49382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49383
Key:

Data

{'content': 'one must put to bed'}