Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιρανικός
κοίρανος
Κοίρανος
Κοιρατάδας
κοίτα
κοιτάζομαι
κοιτάζω
κοιταῖος
κοιτάριος
κοιτασία
κοιτασμός
κοιταστέον
κοιτατήριον
κοίτη
κοιτίς
κοῖτος
κοιτών
κοιτωνιάρχης
κοιτωνικός
κοιτωνίτης
κοιτωνοφύλαξ
View word page
κοιτασμός
folding

ShortDef

folding

Debugging

Headword:
κοιτασμός
Headword (normalized):
κοιτασμός
Headword (normalized/stripped):
κοιτασμος
IDX:
49381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49382
Key:

Data

{'content': 'folding'}