Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιρανίδης
κοιρανικός
κοίρανος
Κοίρανος
Κοιρατάδας
κοίτα
κοιτάζομαι
κοιτάζω
κοιταῖος
κοιτάριος
κοιτασία
κοιτασμός
κοιταστέον
κοιτατήριον
κοίτη
κοιτίς
κοῖτος
κοιτών
κοιτωνιάρχης
κοιτωνικός
κοιτωνίτης
View word page
κοιτασία
cohabitation

ShortDef

cohabitation

Debugging

Headword:
κοιτασία
Headword (normalized):
κοιτασία
Headword (normalized/stripped):
κοιτασια
IDX:
49380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49381
Key:

Data

{'content': 'cohabitation'}