Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοιρανῇος
κοιρανία
Κοιρανίδας
κοιρανίδης
κοιρανικός
κοίρανος
Κοίρανος
Κοιρατάδας
κοίτα
κοιτάζομαι
κοιτάζω
κοιταῖος
κοιτάριος
κοιτασία
κοιτασμός
κοιταστέον
κοιτατήριον
κοίτη
κοιτίς
κοῖτος
κοιτών
View word page
κοιτάζω
to put to bed
ShortDef
to put to bed
Debugging
Headword:
κοιτάζω
Headword (normalized):
κοιτάζω
Headword (normalized/stripped):
κοιταζω
IDX:
49377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49378
Key:
Data
{'content': 'to put to bed'}