Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοιρανέω
κοιρανῇος
κοιρανία
Κοιρανίδας
κοιρανίδης
κοιρανικός
κοίρανος
Κοίρανος
Κοιρατάδας
κοίτα
κοιτάζομαι
κοιτάζω
κοιταῖος
κοιτάριος
κοιτασία
κοιτασμός
κοιταστέον
κοιτατήριον
κοίτη
κοιτίς
κοῖτος
View word page
κοιτάζομαι
go to sleep
ShortDef
go to sleep
Debugging
Headword:
κοιτάζομαι
Headword (normalized):
κοιτάζομαι
Headword (normalized/stripped):
κοιταζομαι
IDX:
49376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49377
Key:
Data
{'content': 'go to sleep'}