Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κοῖος
κοιρανέω
κοιρανῇος
κοιρανία
Κοιρανίδας
κοιρανίδης
κοιρανικός
κοίρανος
Κοίρανος
Κοιρατάδας
κοίτα
κοιτάζομαι
κοιτάζω
κοιταῖος
κοιτάριος
κοιτασία
κοιτασμός
κοιταστέον
κοιτατήριον
κοίτη
κοιτίς
View word page
κοίτα
sleeping with, love-making

ShortDef

sleeping with, love-making

Debugging

Headword:
κοίτα
Headword (normalized):
κοίτα
Headword (normalized/stripped):
κοιτα
IDX:
49375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49376
Key:

Data

{'content': 'sleeping with, love-making'}