Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοινωφελία
κόϊξ
Κοιογενής
Κοῖος
κοιρανέω
κοιρανῇος
κοιρανία
Κοιρανίδας
κοιρανίδης
κοιρανικός
κοίρανος
Κοίρανος
Κοιρατάδας
κοίτα
κοιτάζομαι
κοιτάζω
κοιταῖος
κοιτάριος
κοιτασία
κοιτασμός
κοιταστέον
View word page
κοίρανος
a ruler, commander

ShortDef

a ruler, commander
Coeranus

Debugging

Headword:
κοίρανος
Headword (normalized):
κοίρανος
Headword (normalized/stripped):
κοιρανος
IDX:
49372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49373
Key:

Data

{'content': 'a ruler, commander'}