Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοινωφελής
κοινωφελία
κόϊξ
Κοιογενής
Κοῖος
κοιρανέω
κοιρανῇος
κοιρανία
Κοιρανίδας
κοιρανίδης
κοιρανικός
κοίρανος
Κοίρανος
Κοιρατάδας
κοίτα
κοιτάζομαι
κοιτάζω
κοιταῖος
κοιτάριος
κοιτασία
κοιτασμός
View word page
κοιρανικός
royal
ShortDef
royal
Debugging
Headword:
κοιρανικός
Headword (normalized):
κοιρανικός
Headword (normalized/stripped):
κοιρανικος
IDX:
49371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49372
Key:
Data
{'content': 'royal'}