Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοινωνός
κοίνωσις
κοινωφελής
κοινωφελία
κόϊξ
Κοιογενής
Κοῖος
κοιρανέω
κοιρανῇος
κοιρανία
Κοιρανίδας
κοιρανίδης
κοιρανικός
κοίρανος
Κοίρανος
Κοιρατάδας
κοίτα
κοιτάζομαι
κοιτάζω
κοιταῖος
κοιτάριος
View word page
Κοιρανίδας
son of Koiranos, Polyidos

ShortDef

son of Koiranos, Polyidos

Debugging

Headword:
Κοιρανίδας
Headword (normalized):
κοιρανίδας
Headword (normalized/stripped):
κοιρανιδας
IDX:
49369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49370
Key:

Data

{'content': 'son of Koiranos, Polyidos'}